ποτέ

ποτέ
ποτέ enclitic particle (Hom. et al.; pap, LXX, TestSol, TestAbr,TestJob, JosAs, GrBar; ApcEsdr 4:33 p. 29, 9 Tdf.; ApcMos; apolog. [Mel., P. 37, 253 al.])
pert. to generalization of time, at some time or other of the past once, formerly (Jos., Bell. 7, 112; Mel.) J 9:13; Ro 7:9; 11:30 (on ποτὲ … νῦν [νυνί] δέ, s. νῦν 1aβג); Gal 1:13, 23; Eph 2:2f al.; B 7:9; MPol 8:1; EpilMosq 3; Papias (2:3).—Of the future (Appian, Bell. Civ. 3, 63 §257=at last; Jos., Bell. 5, 19; Just., D. 65, 2) σύ ποτε ἐπιστρέψας when once you (will) have turned Lk 22:32; Hm 9, 7.—ποτὲ μὲν … ποτὲ δέ now … now, at times … at times (X., Mem. 4, 2, 32; Pla., Theaet. 170c; Diod S 1, 32, 2; 2, 59, 5; Wsd 16:18f; TestSol; GrBar 3:5; ApcEsdr 4:33; Ar. 7, 2; Just., A I, 14, 1 al.) B 10:7; GJs 17:2. Finally, at last MPol 8:1. On ἤδη ποτέ now at last Ro 1:10; Phil 4:10; 2 Cl 13:1 s. ἤδη 2.—After negatives ever οὐ … ποτέ notever, never 2 Pt 1:21; AcPlCor 1:4. οὔτε … ποτὲ … οὔτε 1 Th 2:5; IRo 2:1. MPol 17:2. μήτε … ποτὲ B 16:10. οὐδείς ποτε Eph 5:29 (X., Mem. 1, 4, 19 μηδέν ποτε). οὐ μὴ … ποτέ 2 Pt 1:10. On μή ποτε s. μήποτε; on δή ποτε s. δήποτε. In rhetorical questions that expect a neg. answer τίς … ποτέ; 1 Cor 9:7. Cp. Hb 1:5, 13; Dg 8:1.
indicating a supposition, presumably ἐν τῇ φιλοξενίᾳ εὑρίσκεται ἀγαθοποίησίς ποτε Hm 8:10. Cp. Hs 6, 5, 4 v.l.
pert. to generalizing, ever after relatives (ὅπου ποτέ Just., D., 127, 2) ὅσοι ποτέ whatever, whoever Hs 9, 6, 7; 9, 28, 3. On ὁποῖοί ποτε ἦσαν Gal 2:6 s. ὁποῖος and cp. Epict. 2, 20, 5 τίνες ποτέ; οἱ Ἀκαδημαϊκοὺς αὑτοὺς λέγοντες=who are they then? Those who call themselves Academics? Demetr.: 722 Fgm. 1, 14 διὰ τί ποτε; ‘why, in the world?’—On τί δή ποτε Dg 1 s. δήποτε.—DELG s.v. πο-A. M-M.

Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πότε — when? at what time? indeclform (interrog) πότος drinking bout masc voc sg ποτε , ποτέ enclitic indeclform (particle) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτέ — και ποτές επίρρ. χρον., σε καμιά περίπτωση, ουδέποτε: Ποτέ δεν ήρθε στην ώρα του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ποτέ — ποτε , ποτέ enclitic indeclform (particle) ποτός drunk masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτε — ποτέ enclitic indeclform (particle) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πότε — Ν ΜΑ, και ιων. τ. κότε και δωρ. τ. πόκα και αιολ. τ. πότα Α Ι. (ως ερωτ. χρον. μόριο σε ευθείες και πλάγιες ερωτήσεις) 1. σε ποια χρονική στιγμή, κατά ποιο χρόνο ή σε ποια περίπτωση; (α. «πότε έρχεται το αεροπλάνο;» β. «πότε θα φύγει;» γ. «πότε… …   Dictionary of Greek

  • ποτέ — ΝΜΑ, και διαλ. τ. ποτές, και ιων. τ. κοτέ και δωρ. τ. ποκά και αιολ. τ. ποτά Α νεοελλ. (ως επίρρ.) 1. α) (χρον. και με αρνητική σημ.) ούτε σήμερα, ούτε αύριο, ούτε άλλη μέρα, σε καμιά περίπτωση, ουδέποτε («δεν θα τόν ξαναδώ ποτέ») β) (προκειμένου …   Dictionary of Greek

  • πότε — επίρρ. χρον. ερωτ. 1. σε ποιο χρόνο ή περίπτωση: Πότε θα φύγεις; 2. επίρρ. χρον., κάποτε: Πότε πότε μας επισκέπτεται. 3. άλλοτε: Πότε μας χαιρετά και πότε μας βρίζει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τί ποτε — και επικ. συγκεκομμένος τ. τίπτε Α (ερωτ.) 1. τί άραγε, τί τάχα («τί ποτε λέγεις, ὦ τέκνον; ὡς οὐ μανθάνω», Σοφ.) 2. γιατί τάχα («τέκνον, τίπτε λιπὼν πόλεμον θρασὺν εἰλήλουθας;», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τί ποτε. Ο τ. τίπτε < τί ποτε με συγκοπή …   Dictionary of Greek

  • ού ποτε — οὔ ποτε ή οὔποτε και δωρ. τ. οὔποκα (Α) επίρρ. ποτέ, καμιά φορά …   Dictionary of Greek

  • Οὐδὲ ὄναρ ἄν ποτε παθεῖν. — οὐδὲ ὄναρ ἄν ποτε παθεῖν. См. Не снилось …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • όπως ποτέ — ὅπως ποτέ (Α) επίρρ. εν τούτοις, ωστόσο («ἀλλ ὅπως ποθ ὑπείλημμαι περὶ τούτων ἀρκεῑ μοι», Δημοσθ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”